κουμπωτός

κουμπωτός
-ή, -ό [κουμπώνω]
1. αυτός που κλείνει με κουμπιά, που κουμπώνει
2. αυτός που διστάζει να κάνει κάτι, που έχει αμφιβολίες και ενδοιασμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουμπωτός — ή, ό αυτός που κλείνεται με κουμπιά, κουμπωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακούμπωτος — η, ο αυτός που δεν είναι κουμπωμένος, ξεκούμπωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουμπωτός < κουμπώνω] …   Dictionary of Greek

  • κλειδωτός — ή, ό 1. κλειδωμένος. 2. θηλυκωτός, κουμπωτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”